O φίλος μου ο @ηλιογράφος έκανε ένα ταξίδι στην καρδιά του ήλιου και μου έφερε δώρο τις παρακάτω φωτογραφίες, που γέμισαν το νου μου σκέψεις και την καρδιά μου συναισθήματα...
Περνά γρήγορα η βραδιά με το μάτι ορθάνοιχτο στων στοχασμών την κλίνη...
Κι ο ουρανός ροδίζει σιγά σιγά..
Tο μικρό λιμανάκι της επαρχιακής πόλης μοιάζει έτοιμο να αποτινάξει τη νάρκη της νύχτας και να παραδοθεί στον οργασμό της ζωής που τραβά το δρόμο της, με πίκρες και χαρές, μα πιότερο με πίκρες...
Ο καπνός στο βάθος... σαν το πρώτο τσιγάρο του βασανισμένου νοικοκύρη, που ετοιμάζεται για τη δουλειά.
Η πόλη ανοίγει τα μάτια της, λαμπιόνια αναμμένα, έτοιμα να θαμπώσουν στο ανελέητο φως του αφέντη ήλιου!
Ναι χαράζει, η αυγή ροδίζει κι η ελπίδα δίνει σημάδι ψυχικής ανάτασης, που τόση ανάγκη την έχουμε...
Δεν ξέρω γιατί αυτή η χυμένη λάβα στο απέραντο γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας, την ώρα που ο ήλιος αναγγέλλει τον ερχομό του, με πονά όταν σκεφτώ ότι η διαδρομή είναι πάντα η ίδια και το αναπόφευκτο βράδυ δεν θ' αργήσει...
Μια πύρινη τροχιά είναι η ζωή μας, ξεκινά με μία σπίθα, γίνεται λαμπάδα, πυρκαγιά και στο τέλος σβήνει αναγκαία... και πνίγεται στα κατραμένια πέπλα της νύχτας...
Η λευκή και ολόλαμπρη μπάλα στον ορίζοντα στεφανώνει το στερέωμα αφήνοντας τη χρυσοπύρινη ουρά του πέπλου της να κυλιέται στα βαμμένα κόκκινα νερά...
Τα λόγια της Πολυδούρη, έρχονται στο μυαλό μου:
"Άνοιξη! Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια μύρα,
παντού και σ' αγαπώ, σε καρτερώ.
Βραδύνεις κι υποψιάζομαι, ζηλεύω, δεν σου πήρα
όλης σου της ψυχής το θησαυρό!"
Αχ μικρό μου πουλάκι, χάραξε η αυγή... είσαι έτοιμο να ανοίξεις τα φτερά σου...
μα ξέμεινες εκεί, παραδομένο στην ασφάλεια του ψηλού μανδρότοιχου, μακριά από τη γωνιά σου, να καρτεράς το φανάρι να σβήσει και το σκοτάδι να πνιγεί στο φως που θα πλημμυρίσει σε λίγο την πλάση... Δεν φοβάσαι πια το σκοτάδι...
Σε ζηλεύω, δεν έχω φτερά να πετάξω ψηλά στην ασφάλεια τ' ουρανού και του ήλιου και οι αδύναμες λάμπες δεν αρκούν πια για να διαλύσουν την ομίχλη που σκεπάζει τη ζωή μου...
Ένα τσιγάρο κι ένας καφές... στη γαλήνη του σούρουπου, μπροστά στη φτιασιδωμένη λίμνη που φόρεσε τα καλά της και άστραψε σαν ευτυχισμένη παιδούλα, έτοιμη να πάει σε λαμπρή γιορτή...
Σκέψεις και συναισθήματα πρέπει να μπουν σε τάξη, να ορθοποδήσει ο νους και να γλυκάνει η καρδιά, πριν ο κάματος της μέρας κλειδώσει την πόρτα της φυλακής μου και με αφήσει μόνη, με παρέα τη μοναξιά και το μόχθο μου...
.
Κι ο ουρανός ροδίζει σιγά σιγά..
Tο μικρό λιμανάκι της επαρχιακής πόλης μοιάζει έτοιμο να αποτινάξει τη νάρκη της νύχτας και να παραδοθεί στον οργασμό της ζωής που τραβά το δρόμο της, με πίκρες και χαρές, μα πιότερο με πίκρες...
Ο καπνός στο βάθος... σαν το πρώτο τσιγάρο του βασανισμένου νοικοκύρη, που ετοιμάζεται για τη δουλειά.
Η πόλη ανοίγει τα μάτια της, λαμπιόνια αναμμένα, έτοιμα να θαμπώσουν στο ανελέητο φως του αφέντη ήλιου!
Δεν ξέρω γιατί αυτή η χυμένη λάβα στο απέραντο γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας, την ώρα που ο ήλιος αναγγέλλει τον ερχομό του, με πονά όταν σκεφτώ ότι η διαδρομή είναι πάντα η ίδια και το αναπόφευκτο βράδυ δεν θ' αργήσει...
Μια πύρινη τροχιά είναι η ζωή μας, ξεκινά με μία σπίθα, γίνεται λαμπάδα, πυρκαγιά και στο τέλος σβήνει αναγκαία... και πνίγεται στα κατραμένια πέπλα της νύχτας...

Τα λόγια της Πολυδούρη, έρχονται στο μυαλό μου:
"Άνοιξη! Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια μύρα,
παντού και σ' αγαπώ, σε καρτερώ.
Βραδύνεις κι υποψιάζομαι, ζηλεύω, δεν σου πήρα
όλης σου της ψυχής το θησαυρό!"

μα ξέμεινες εκεί, παραδομένο στην ασφάλεια του ψηλού μανδρότοιχου, μακριά από τη γωνιά σου, να καρτεράς το φανάρι να σβήσει και το σκοτάδι να πνιγεί στο φως που θα πλημμυρίσει σε λίγο την πλάση... Δεν φοβάσαι πια το σκοτάδι...
Σε ζηλεύω, δεν έχω φτερά να πετάξω ψηλά στην ασφάλεια τ' ουρανού και του ήλιου και οι αδύναμες λάμπες δεν αρκούν πια για να διαλύσουν την ομίχλη που σκεπάζει τη ζωή μου...
Ένα τσιγάρο κι ένας καφές... στη γαλήνη του σούρουπου, μπροστά στη φτιασιδωμένη λίμνη που φόρεσε τα καλά της και άστραψε σαν ευτυχισμένη παιδούλα, έτοιμη να πάει σε λαμπρή γιορτή...
Σκέψεις και συναισθήματα πρέπει να μπουν σε τάξη, να ορθοποδήσει ο νους και να γλυκάνει η καρδιά, πριν ο κάματος της μέρας κλειδώσει την πόρτα της φυλακής μου και με αφήσει μόνη, με παρέα τη μοναξιά και το μόχθο μου...
.